το κλαρίνο του πολέμου

Τάσος Χαλκιάς: με πολυβόλο και κλαρίνο στο μέτωπο του ’40

Ο αρχίατρος Πρίντζος, περνώντας από τον θάλαμο, κοιτούσε με αυστηρή ματιά το κλαρίνο του Χαλκιά που δήθεν «χαλούσε» τον κόσμο και δεν άφηνε τους αρρώστους να ησυχάσουν.
 |  Γιώργος Κοβός  |  Ελλάδα

Ο Τάσος Χαλκιάς από την εκπομπή Μονόγραμμα της ΕΡΤ.

Εκείνος ο Οκτώβρης του ’40 βρήκε τον Τάσο Χαλκιά επίστρατο στα Γιάννινα, στο Μπισδούνι, παρέα με το κλαρίνο του, να παλεύει τα άσχημα και να υποδέχεται τα λίγα καλά.

Μόλις δυο μέρες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, ανήμερα του Άϊ Δημήτρη, αξιωματικοί και στρατιώτες γλεντούσαν με το κλαρίνο του Χαλκιά και την ορχήστρα που είχε φτιάξει, μαζί με λιγοστούς οργανοπαίχτες συναδέλφους του.

«Χαλκιά, φύλα το κλαρίνο σαν τα μάτια σου, για να πάρουμε χορό στα Τίρανα» έλεγε ο λοχαγός του, γεμίζοντας με αισιοδοξία τους φαντάρους που προετοιμάζονταν για τη μάχη.

Κι ήρθε το φοβερό ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου. Ο πόλεμος ξεκίνησε. Βόμβες άρχισαν να σκάνε και οι σφαίρες από τα πολυβόλα έπεφταν βροχή. Όλοι πετάχτηκαν απ’ τα κρεβάτια τους, έτοιμοι για τη μάχη. Μονάχα ο πολυβολητής Τάσος Χαλκιάς, μισομεθυσμένος ακόμα από τη γιορτή των ημερών, κοιμόταν βαθιά.

«Ξύπνα, μωρέ σκύλε, κι έχουμε πόλεμο» του φώναξε ο συνάδελφός του, ο Σπανομαρίας. «Μπουμπουνίζει, Σπανομαρία. Μπουμπουνίζει κάτω στον Καλαμά» έλεγε εκείνος μες στον ύπνο του.

Καμιά φορά ξύπνησε, σηκώθηκε και μάζεψε τα όπλα του που βρίσκουν τους θνητούς στην καρδιά. Πολυβόλο και κλαρίνο... Κι αμέσως κίνησαν να καταλάβουν τις θέσεις τους.

Σαν είδε πόσο ακάλυπτο ήταν το πολυβολείο που τον έβαλαν, ο Χαλκιάς τρόμαξε. «Εδώ μέσα δεν μένω ούτε ένα λεπτό. Όχι μόνο αυτό. Αν θελήσεις να με βαστήξεις εδώ, θα φοβίσω και τα υπόλοιπα παιδιά. Και δεν θα είναι ωραίο» είπε ορθά-κοφτά στον ανθυπολοχαγό του. Για καλή του τύχη, ο ανθυπολοχαγός τον άκουσε. Κι είχε δίκιο ο Χαλκιάς. Η πρώτη βόμβα που έριξαν οι Ιταλοί έσκασε εκεί, σκοτώνοντας και τα δεκαεννιά παιδιά που βρίσκονταν μέσα.

Εκείνο το βράδυ κανείς δεν μπόρεσε να πλαγιάσει. Έτσι κι αλλιώς τα δάκρυα δεν άφηναν να τους πάρει ο ύπνος.

Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τους δέκα εννιά νεκρούς, τους τυλιγμένους με κουβέρτες, κλαίγοντας. Σε μια στιγμή, ο Χαλκιάς κάνει κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ασέβεια και να περάσει στρατοδικείο. Όμως, τι τον ένοιαζε; Όπως φαινόταν, έπρεπε πρώτα να βγουν ζωντανοί από κει.

Βγάζει λοιπόν το κλαρίνο από τη θήκη του, το βιδώνει, κάθεται ανακούρκουδα στη βρεγμένη γη και αποχαιρετά τους νεκρούς με ένα ηπειρώτικο μοιρολόι.

Μετά από τις μάχες για την άμυνα, ξεκίνησε η αντεπίθεση από το Γ΄ Τάγμα των Ελλήνων εναντίον των Ιταλών, με στόχο να καταλάβουν το Ύψωμα 669.

Πέρασαν τη Βήσσανη, πέρασαν το Δελβινάκι, κι αντίσταση πουθενά. Όμως στο Πωγώνι οι Ιταλοί χτυπούσαν άγρια! Το πυροβολικό και η αεροπορία τους δεν σταματούσαν. Ώσπου, μια στιγμή, πέφτει βόμβα και χτυπάει άσχημα το πόδι του Χαλκιά.

Αμέσως πέταξε από πάνω του τον γυλιό για να ξαλαφρώσει από το βάρος. Όχι για πολύ. Αφού είδε ότι, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορουσε να περπατήσει, ζήτησε να του ξαναφέρουν τον γυλιό που είχε μέσα το κλαρίνο του, την μόνη παρηγοριά που ζητούσε εκείνη τη στιγμή του πόνου.

Πονούσε πολύ κι έπρεπε να γυρίσει πίσω, στα Γιάννινα, να πάει στο νοσοκομείο. Κι όσο τον κουβαλούσαν λαβωμένο για χιλιόμετρα, τόσο δεν άφηνε το κλαρίνο από την αγκαλιά του.

Στο νοσοκομείο, ψηλά στο κάστρο, πήγε και η φαμίλια του να τον δει, η γυναίκα με τα δυο τους αγόρια, και το κλαρίνο του Χαλκιά άφησε τα μοιρολόγια και έπιασε πάλι να κελαηδάει, μπολιάζοντας με αισιοδοξία τους λαβωμένους, ακόμα και τους ακρωτηριασμένους. Άσε που τα νέα από το μέτωπο ήταν όλο και καλύτερα. Κάθε τόσο, χαρμόσυνες καμπάνες ακούγονταν να χτυπούν, και το κλαρίνο κελαηδούσε πιο δυνατά.

Ο αρχίατρος Πρίντζος, περνώντας από τον θάλαμο, κοιτούσε με αυστηρή ματιά το κλαρίνο του Χαλκιά που δήθεν «χαλούσε» τον κόσμο και δεν άφηνε τους αρρώστους να ησυχάσουν. Μες στο γραφείο του όμως, σήκωνε χορευτικά το πόδι, λέγοντας στους νεαρούς γιατρούς πως «καλύτερη θεραπευτική από του Χαλκιά δεν υπάρχει σε όλο τον ντουνιά».

Κι όσο το κλαρίνο ηχούσε, τόσο ο Χαλκιάς αναθάρρευε. Κι όσο ο Χαλκιάς αναθάρρευε, το κλαρίνο ηχούσε πιο δυνατά, και ακουγόταν σε όλα τα γύρω βουνά, τα μενεξεδένια, που αντανακλούσαν ζωγραφιστά κάτω στην ήσυχη λίμνη.

Όχι όμως για πολύ. Σύντομα το κλαρίνο θα έπιανε πάλι το μοιρολόι. Εκείνο το διάστημα, η φαμίλια του έμενε στη φτωχογειτονιά Ζευγάρια, σε συγγενικό σπίτι.

Ένα μεσημέρι,στις 9 Φεβρουαρίου ήταν, οι σειρήνες ούρλιαζαν και πάλι, προειδοποιώντας τους ανθρώπους για το κακό που ερχόταν. Κι εκείνοι, σαν φοβισμένα μυρμήγκια, έτρεχαν να καλυφτούν στις στοές του κάστρου και στα πρόχειρα ορύγματα των μπαξέδων. Έτσι έτρεξε να κρυφτεί και ο αδερφός του Τάσου, ο Κυριάκος Χαλκιάς με το κοριτσάκι του, ενώ η γυναίκα του με τα υπόλοιπα παιδιά τους κρύφτηκαν αλλού.

Βόμβες έπεφταν από τον ουρανό και βλήματα έσκαγαν παντού. Σκληρή μέρα για τα Γιάννινα. Ανατριχίλα στη φτοχωγειτονιά Ζευγάρια, σαν βλέπανε οι περαστικοί ακέφαλο άλογο, ζεμένο ακόμα στο κάρο του, και μια μικρομάνα σφαγμένη με τα δυο της μωρά.

Καμιά φορά, ο βαμβαρδισμός σταμάτησε. «Μπαμπά, φύγαν τα αεροπλάνα, σήκω» είπε η μικρή του Κυριάκου.

Σηκώθηκε και έτρεξε αμέσως προς τα Ζευγάρια. Τα σπίτια ήταν όλα πεσμένα. Δεν ήξερε πού βρισκόταν και ρωτούσε παντού για τη φαμίλια του Τάσου.

«Λεβέντη, τι ψάχνεις;» του λέει ένα γεροντάκι.

«Τη νύφη μου ψάχνω μπάρμπα, με τα παιδάκια της» είπε εκείνος.

«Δεν έρχεσαι στον Κουραμπά να δεις μια γυναίκα με μικρά παιδάκια;» λέει το γεροντάκι.

Κι έτσι, με τη γυναίκα του και με το γεροντάκι μαζί, ξεκίνησαν για τον Κουραμπά, εκεί που γινόταν κάτι συνηθισμένο για τον πόλεμο. Εκεί μάζευαν τα πτώματα. Όλα μαζί σε μια κουβέρτα.

Πρώτα μπήκε μέσα η γυναίκα του. Σε μια στιγμή ακούγονται φωνές και κλάματα. Είχε αναγνωρίσει τη γυναίκα του Τάσου. Λίγο πιο δίπλα και τα δυο της παιδιά.

Σε λίγο, ο Κυριάκος βλέπει τον Τάσο να έρχεται από μακριά. «Τάσο, βάσταξε. Έτσι το ’θελε η τύχη μας, να πάρει και τα παιδιά, να πάρει και τη γυναίκα» του είπε, αγκαλιάζοντάς τον.

Εκείνο το μεσημέρι το μοιρολόι του κλαρίνου ήχησε ξανά, σαν δώρο στον βαρκάρη που θα περνούσε απέναντι τις τρεις ψυχές της φαμίλιας του.

Την ίδια ώρα, ο ελληνικός στρατός περνούσε τα σύνορα και έμπαινε στην Αλβανία. Κορυτσά, Πρεμετή, Κλεισούρα, Άγιοι Σαράντα, Τεπελένι.

Το ’43 ο Χαλκιάς παντρεύεται ξανά. Την ίδια χρονιά γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο Λάκης που θα γνωρίσει τον κόσμο της μουσικής από πολύ μικρός και θα εξελιχθεί σε σπουδαίο τραγουδιστή και οργανοπαίχτη. Λίγα χρόνια αργότερα θα γεννηθούν η κόρη του Τάσου, Νίκη και ο γιος του, Χρήστος, ο οποίος επίσης ασχολήθηκε με τη μουσική ως μαέστρος.

Ο Τάσος Χαλκιάς ήταν ο καλύτερος κλαρινίστας που πέρασε από την Ελλάδα. Δεν ήταν θέμα τεχνικής. Μέσα από το κλαρίνο του δεν έβγαινε απλά μουσική. Έβγαιναν όλα όσα ζούσε.


Εδώ μπορείτε να ακούσετε μερικά από τα κομμάτια του:

https://www.youtube.com/watch?v=rgy0vpuOCDA

https://www.youtube.com/watch?v=3R6GG2I2AMU

 



© All rights reserved. Powered by artupweb.
Back to Top