Μία από τις θεωρούμενες «εκπλήξεις» των εκλογών της 25ης Μαΐου υπήρξαν τα ποσοστά που έλαβε το κόμμα «Νίκη», ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα. Την έκπληξη ενισχύει το γεγονός ότι ο σχηματισμός αυτός, σε αντίθεση με την αμέσως επόμενη στην κατάταξη «Πλεύση Ελευθερίας», είναι νεοσύστατος, επιπλέον δε η ηγεσία του δεν διαθέτει ούτε το «χάρισμα» ούτε την αναγνωρισιμότητα της τέως προέδρου της Βουλής του 2015.
Ακόμα πιο αξιοσημείωτη είναι η συνολική εικόνα που παρουσιάζουν τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος στη χώρα: Στο μεν δεξιό άκρο, το κόμμα Βελόπουλου, η Νίκη και μια πλειάδα μικρότερων σχηματισμών συγκέντρωσαν περί τις 629.000 ψήφους (ή 10,4% επί του συνόλου). Πέρα από τον εθνοκεντρισμό, τον αντιδυτικισμό, τη ρωσοφιλία, την ξενοφοβία ή την αξιοποίηση του θρησκευτικού αισθήματος, κοινός παρονομαστής του χώρου αυτού υπήρξε η ανοιχτή ή ελαφρώς συγκαλυμμένη αντίθεση στον εμβολιασμό κατά του Covid-19. Πρόκειται για μία ισχυρότατη παράδοση ανορθολογισμού με θρησκευτικό πρόσημο που εξηγεί τις επιδόσεις της Νίκης και άλλων· υποδεικνύει δε ότι εκπληκτική είναι όχι η εκλογική επίδοση αλλά η απουσία ενός κόμματος «πιστών» μέχρι σήμερα.
Στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος, τα κόμματα της Αριστεράς που δηλώνουν αντισυστημικά ή/και αποστέργουν την κυβερνητική συνεργασία άθροισαν 856.000 ψήφους (ή 14,1% του συνόλου). Οι σχηματισμοί αυτοί, από το ΚΚΕ μέχρι τους τροτσκιστές και την ΟΑΚΚΕ, αμφισβητούν την «αστική» δημοκρατία και νομιμότητα, αποτάσσονται τον καπιταλισμό, εχθρεύονται τη Δύση και θεωρούν ότι η χώρα διαθέτει χώρο για πολύ περισσότερους κατατρεγμένους από όσους συμβαίνει να φιλοξενεί σήμερα.
Η επόμενη παρατήρηση είναι ότι κόμματα και λοιποί σχηματισμοί που κινούνται στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος συγκέντρωσαν το ένα τέταρτο των προτιμήσεων όσων προσήλθαν στις κάλπες της 25ης Μαΐου. Παρά τις μεγάλες διαφορές, ιδεολογικές και άλλες, μπορεί κανείς να διακρίνει κι εδώ έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή: αμφιθυμία (μιλώντας κομψά) έναντι της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ισχυρή προκατάληψη εναντίον της Δύσης και ιδίως των «Αμερικάνων», ροπή προς τις θεωρίες συνωμοσίας και αυτοαντίληψη για έναν λαό-θύμα των «ισχυρών».
Πιθανότατα, το υπόστρωμα αυτό των ανορθολογικών και φοβικών αντιλήψεων διαπερνά και τους χώρους που σήμερα καλύπτουν τα κόμματα εξουσίας, συμπεριλαμβανομένου του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ· «κουμπώνουν» δε σχετικώς άνετα με τις εκδοχές λαϊκισμού που διερμήνευσαν κατά καιρούς ηγέτες και των τριών εν λόγω κομμάτων: Ανδρέας Παπανδρέου, Αλέξης Τσίπρας, ου μην αλλά και Κώστας Καραμανλής. Αρκεί να σημειώσουμε ότι, πριν από πέντε μόλις χρόνια, το 28,7% των ερωτηθέντων σε πανελλήνια δημοσκόπηση δήλωνε πεπεισμένο ότι «μας ψεκάζουν», με ένα επιπλέον 10% να μην το αποκλείει. Τέλος, το όχι και τόσο μακρινό 2015, το 61% του εκλογικού σώματος ενέκρινε μια πολιτική που, μέχρι εκείνη τη στιγμή, οδηγούσε τη χώρα σε πλήρη χρεοκοπία εκτός ευρωζώνης και, πιθανότατα, Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα στοιχεία αυτά, ισχυρές ενδείξεις ότι το ένα τέταρτο, τουλάχιστον, του εκλογικού σώματος παραμένει διατεθειμένο να δοκιμάσει επιλογές που θα ωθούσαν την Ελλάδα σε νερά αχαρτογράφητα, μακριά από τα γνώριμα «λιμάνια» όπου «δέσαμε» κάβους μετά το 1974, αξίζει να προβληματίσει όχι μόνο τα κομματικά επιτελεία, αλλά και όσες/όσους έχουν καθήκον να μεριμνούν για τη διαπαιδαγώγηση της (φευ, συρρικνούμενης) νέας γενιάς των Ελλήνων. Πόσο μάλλον που ο ανορθολογικός, φοβικός αντίλογος αναμένεται ισχυρότερος στην επόμενη Βουλή. Αρκεί η φοβία να μην αποδειχθεί μεταδοτική, ικανή να διαβρώσει την επερχόμενη κυβερνητική αυτοδυναμία.
Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική Α.Π.Θ.