Κατά την περίοδο της αυτοεξορίας του στο Παρίσι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνόψισε τους στόχους της πρώτης, οκταετούς διακυβέρνησής του (1955-63) ως εξής:
«να αναπτύξω την οικονομία, να χορτάσουν οι Έλληνες ψωμί, ν’ αποκτήσουν το αίσθημα της ασφαλείας για το μέλλον και να γίνουν καλοί πολίτες, για να γίνουμε Κράτος σοβαρό». Οι Έλληνες χόρτασαν ψωμί, δυστυχώς, όμως, οι υπόλοιποι στόχοι παραμένουν επίκαιροι. Επιπλέον, μετά την κρίση που εγκαινίασε η απώλεια του αξιόχρεου της χώρας, το 2010, τέθηκε εν αμφιβόλω και η ικανότητά μας να μείνουμε χορτάτοι.
Στον απόηχο της χρεοκοπίας, μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος έδωσε τη δυνατότητα σε μια, εκ πρώτης όψεως ετερόκλητη, συμμαχία να δοκιμάσει εναλλακτικές επιλογές, μακριά από την «πεπατημένη» που είχε διαμορφωθεί από το τέλος του Εμφυλίου, με ενδιάμεσο σταθμό τη Μεταπολίτευση. Το ενδιαφέρον είναι ότι η συμμαχία εκείνη μπορεί να είχε ηγεσία προερχόμενη κυρίως από την ποικιλώνυμη Αριστερά, αναδείχθηκε όμως με την ψήφο πολιτών που προηγουμένως επέλεγαν τα δύο «παραδοσιακά» κόμματα εξουσίας – το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία.
Χρειάστηκε μόλις ένα εξάμηνο για να διαπιστώσει η ηγεσία της συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ότι οι εναλλακτικές στην «πεπατημένη» οδηγούσαν σε καταστάσεις πρωτόγνωρες για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα – καταστάσεις τις οποίες ούτε οι ίδιοι πίστεψαν ότι μπορούσαν να διαχειριστούν.
Ακολούθησε μια τετραετία εφαρμογής ενός τρίτου μνημονίου διάσωσης, ακριβώς από τις δυνάμεις που πρόσκαιρα είχαν επαγγελθεί την όποια εναλλακτική πορεία. Στήριξαν την επανεκλογή τους, τον Σεπτέμβριο του 2015, στην υπόσχεση πως η υλοποίηση του τρίτου μνημονίου (τα πρωτογενή πλεονάσματα) δεν θα βάρυνε τόσο τα ασθενέστερα στρώματα όσο τους, μάλλον απροσδιόριστους, «κατέχοντες».
Κατά το διάστημα αυτό, έγινε ευδιάκριτο ένα πατερναλιστικό μοντέλο διακυβέρνησης, που αναδιανέμει φόρους και εισφορές σε βάρος των πιο παραγωγικών κοινωνικών στρωμάτων, καλλιεργεί προσδοκίες πελατειακής εύνοιας, και ταυτόχρονα ανέχεται ένα επίπεδο ανομίας (όπως στα πανεπιστήμια) ασύμβατο με την έννοια του κράτους δικαίου. Ιδίως η αριστερά συνιστώσα της τότε κυβέρνησης έδειξε αδύναμη να αντιληφθεί πως μόνο η δημιουργία πλούτου (το μεγάλωμα της «πίτας») και όχι η διανομή της φτώχειας εγγυάται πραγματική άνοδο του βιοτικού επιπέδου για τους πολλούς.
Την ίδια περίοδο, στον χώρο της μείζονος αντιπολιτεύσεως, συντελέστηκε μια αξιοπρόσεκτη αλλαγή. Η ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη κατόρθωσε, αφενός, να συγκρατήσει ή και να επαναπατρίσει μεγάλο μέρος των παραδοσιακών ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας και, αφετέρου, να προσελκύσει ένα κρίσιμο ποσοστό ψηφοφόρων που αυτοπροσδιορίζονται αριστερότερα του κόμματος που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η επιτυχία του Μητσοτάκη στις κάλπες του 2019 ήταν ότι μετουσίωσε το μειοψηφικό 39% των «Μένουμε Ευρώπη» σε ποσοστό ικανό να αναδείξει αυτοδύναμη κυβέρνηση τετραετίας.
Λίγες ημέρες πριν από τις επερχόμενες εκλογές, θα άξιζε να υπενθυμίσει κανείς τους λόγους, για τους οποίους μη παραδοσιακοί ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας στήριξαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οι ψηφοφόροι αυτοί ανέμεναν μεταρρυθμίσεις –μία από τις πλέον δυσφημισμένες έννοιες της προηγούμενης δεκαετίας– που υπόσχονται να καταστήσουν την Ελλάδα κράτος πιο λειτουργικό, αμερόληπτο και ευέλικτο, λιγότερο δαπανηρό, περισσότερο φιλικό στις εγχώριες και ξένες επενδύσεις, κράτος, το οποίο, εν τέλει, να πλησιάζει περισσότερο στο δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο.
Φυσικά, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι σε μια χώρα, η οποία επί μακρόν λειτουργούσε «στο περίπου» και κατόρθωνε να επιπλέει, κάθε πολιτική που απειλεί να «ξεβολέψει» μεγάλη μερίδα πολιτών θα προσκρούσει σε ισχυρές αντιστάσεις. Στο παρελθόν, οι αντιστάσεις αυτές αποδείχτηκαν ικανές να συντρίψουν κάθε αμιγή μεταρρυθμιστική κίνηση. Η ιστορική μας εμπειρία διδάσκει ότι τέτοιες πρωτοβουλίες έχουν πιθανότητα επιτυχίας μόνο όταν ενοφθαλμίζονται σε υφιστάμενους, κατά τεκμήριο πολυσυλλεκτικούς, πολιτικούς σχηματισμούς.
Σήμερα, και παρά τους συμβιβασμούς, τα πισωγυρίσματα, τις απογοητεύσεις ή την τρέχουσα παροχολογία, η ελπίδα πολλών από εκείνους που έδωσαν τη νίκη το 2019 παραμένει ότι η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας διατηρεί τη βούληση και την ικανότητα να τολμήσει τομές και ρήξεις, τις οποίες εσωκομματικές ισορροπίες αλλά και μακρές περίοδοι έκτακτης ανάγκης (πανδημία, ουκρανική κρίση) δεν διευκόλυναν την προηγούμενη τετραετία. Πάνω απ’ όλα, οι ψηφοφόροι αυτοί αντιλαμβάνονται ότι κανένας άλλος σχηματισμός δεν υπόσχεται καν βήματα προς τις επιθυμητές αλλαγές. Μένει να συναισθανθούν τη βαρύτητα της ψήφου τους και να κάνουν, όπως και το 2019, την προφανή στρατηγική επιλογή.
Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Νομικής του Α.Π.Θ.